αποκαρτέρηση

αποκαρτέρηση
η (Α ἀποκαρτέρησις)
εξάντληση της υπομονής, αποθάρρυνση
αρχ.
εκούσιος θάνατος από ασιτία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποκαρτέρηση — η το χάσιμο της αντοχής στα δεινά, η απελπισία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”